στίχοι: Δ.Τζιμέας

Φόρεσε τα καλά, το άρωμα που της είχα πάρει εγώ πέρσυ.

Έδεσε τα κορδόνια της και έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.

Στο δρόμο της σκέφτηκε, πως πάλι θα αργούσε,

Πόσο αστεία παράξενα που ο χρόνος περνούσε.


Κάποια βραδιά μαζευτήκανε χίλιοι γνωστοί,

Μακρία σ’ένα σπίτι ήμουν εγώ ήσουν και εσύ, κι η μουσική

Ψηλά μας πετούσε κι ο ήλιος φαινόταν δειλά,

Και μπήκαμε όλοι σ’ένα πλοίο που πάει στα νησιά.

 

Φόρεσε κι αυτός, το ίδιο παλτό που φόραγε πάντα.

Ανέβηκε στη μηχανή και κάπου σταμάτησε να πάει για τσιγάρα.

Στο δρόμο του σκέφτηκε, ίδια τα χρόνια περνούσαν,

Μήπως θα’ταν καλλίτερα σπίτι του να γυρνούσε.

 

Κάποια βραδιά μαζευτήκανε χίλιοι γνωστοί,

Μακρία σ’ένα σπίτι ήμουν εγώ ήσουν και εσύ, κι η μουσική

Ψηλά μας πετούσε κι ο ήλιος φαινόταν δειλά,

Και μπήκαμε όλοι σ’ένα πλοίο που πάει στα νησιά.