στίχοι: Δ.Τζιμέας

ένα λαϊκό τραγούδι γράφτηκε σε μια γωνιά

μιας αλήθειας που περνάμε κάθε μέρα πιο ξυστά,

κάθε μέρα πιο ξυστά.

 

Όσοι τ’ άκουσαν γελάσαν μα το γέλιο έχει ομορφιά

όταν με αυτό ξοδέψεις την τελευταία σου ανάσα,

την τελευταία (σου) ρουφηξιά.

 

Ένας αλήτης το κράτησε για χρόνια πάνω στα χείλη του,

όπου κι αν ρώτησα μου’πανε, πως τέτοιο τραγούδι δεν έχει γραφτεί,

μα ένα παιδί που το άκουσε, το ψιθύρισε σε μια φίλη του,

το άκουσα τη νύχτα που νόμιζα πως είχανε όλα για πάντα χαθεί,

ναι είχανε όλα για πάντα χαθεί.

 

Και μιλά για την αγάπη στα πιο βρώμικα στενά,

άνθρωποι μέσα στη λάσπη να παλεύουν τη μοναξιά,

τη μοναξιά ποιος τη νικά.

Ιστορίες που μόνο με αίμα γράφονται στη γειτονιά,

τ’ άδικο και τ’ άσχημο εδώ πάντοτε νικά,

εδώ πάντοτε νικά .

 

Ένας αλήτης το φύλαξε για χρόνια πάνω στα χείλη του,

όπου κι αν ρώτησα μου’πανε, πως τέτοιο τραγούδι δεν έχει γραφτεί,

ένα παιδί που το άκουσε, το ψιθύρισε σε μια φίλη του,

το άκουσα τη νύχτα που νόμιζα πως είχανε όλα για

ναι είχανε όλα για πάντα χαθεί.

 

Κι οι στίχοι του δε θα τελειώσουν μέχρι του κόσμου οι φυλακές,

γίνουν όλες τους μουσεία για παιδιά τις Κυριακές.